- ὑαλώδη
- ὑαλώδηςgreenneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)ὑαλώδηςgreenmasc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)ὑαλώδηςgreenmasc/fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
βερνίκι — Στη ζωγραφική, ο όρος δηλώνει διάφορες χημικές ενώσεις κατάλληλες για την επίστρωση των χρωμάτων, για τη διόρθωση ενός έργου και για την προστασία ενός πίνακα από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα β. αποτελούνται από διαλύματα… … Dictionary of Greek
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
ευδιάλυτος — Ορυκτό που αποτελείται από πυριτικά άλατα σιδήρου, ζιρκονίου και ασβεστίου. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και σχηματίζει ερυθρούς διαφανείς κρυστάλλους με υαλώδη λάμψη. Έχει σκληρότητα 5,5 και ειδικό βάρος 2,90 3,01. Βρίσκεται σε δύο… … Dictionary of Greek
εύκλαστο — Ορυκτό ένυδρο πυριτικό άλας αργιλίου και βηρυλλίου, με χημικό τύπο: BeΑlSiO4(OH). Είναι πολύ σπάνιο ορυκτό και σχηματίζεται σε πυριγενή και μεταμορφωμένα πετρώματα, κυρίως σε γρανιτικούς πηγματίτες και μαρμαρυγιακούς σχιστόλιθους. Κρυσταλλώνεται… … Dictionary of Greek
ηλιοφυλλίτης — Ορυκτό αποτελούμενο από χλωριούχο μόλυβδο και αρσενικό μόλυβδο με χημικό τύπο 2PbCl2Pb4As2O7. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα, έχει υαλώδη λάμψη, σκληρότητα 2,5 3 και ειδικό βάρος 7,14. Το χρώμα του είναι ανοιχτοκίτρινο έως πρασινωπό.… … Dictionary of Greek
ηλιόδωρο — Το πυριτικό ορυκτό βήρυλλος, όταν έχει τη μορφή πολύτιμου πετραδιού. Το η. είναι όμοιο με τη βήρυλλο – εκτός από το χρώμα, που είναι αποτέλεσμα παρουσίας διαφόρων εγκλείστων στην κρυσταλλική του δομή. Όταν τα έγκλειστα αυτά είναι οξείδιο του… … Dictionary of Greek
κλινόχλωρο — Ορυκτό, πολυπυριτικό άλας της ομάδας των χλωριτών με χημικό τύπο (Mg,Fe,Al)6(Si,Al)4O10(OH)8. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος σχηματίζοντας πλακώδεις ή λεπιδώδεις κρυστάλλους. Το χρώμα του είναι συνήθως κυανοπράσινο,… … Dictionary of Greek